μνησίθεος

μνησίθεος
I
(4ος αι. π.Χ.). Γιατρός που έζησε στην Αθήνα. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανατομική. Προσπάθησε επίσης, με τη συστηματική κατάταξη των νόσων, να διαμορφώσει δικό του νοσολογικό σύστημα. Έγραψε τα έργα: Περί εδεστών, όπου εξετάζει τα τρόφιμα από την άποψη της υγιεινής, Περί κωθωνισμού επιστολή, όπου εξετάζει από την ίδια σκοπιά τα κρασιά, και Περί Στεφάνων, που το περιεχόμενό του είναι άγνωστο.
II
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν ζηλωτής και καταγόταν από την Πέργη της Παμφιλίας, όπου και ζούσε. Μαζί με τους Κατούνο, Λεόντιο, Κυριακό, Κίνδεο, Αλέξανδρο, Άττο και Εύκλεο, οι οποίοι ήταν επίσης ζηλωτές, κατέστρεψαν τον ναό της Άρτεμης που βρισκόταν στην πόλη. Για την πράξη τους αυτή, οι αρχές τους αποκεφάλισαν. Η μνήμη τους τιμάται την 1η Αυγούστου.
* * *
μνησίθεος -ον (Α)
1. αυτός που θυμάται τον θεό
2. το φυτό άρκευθος
3. το φυτό βούφθαλμον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. τού τ. τερψίμβροτος (βλ. μιμνήσκω) + θεός (πρβλ. ακουσί-θεος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μνησίθεος — remembering God masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνησίθεος — remembering God masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνησίθεον — μνησίθεος remembering God masc/fem acc sg μνησίθεος remembering God neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνησιθέου — Μνησίθεος remembering God masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνησιθέου — μνησίθεος remembering God masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνησιθέῳ — Μνησίθεος remembering God masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνησιθέῳ — μνησίθεος remembering God masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνησίθεον — Μνησίθεος remembering God masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭККЛЕСИЯ —    • Έκκλησία,          народное собрание, в греческих республиках настоящий центр верховной власти, в разных государствах состояло из различных элеметов и имело различные полномочия. Нам предстоит заняться преимущественно афинскою и спартанскою… …   Реальный словарь классических древностей

  • Экклесия — Пникс  трибуна оратора Экклесия (др. греч. ἐκκλησία)  в …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”